- ανόσιος
- -α, -οεπίρρ. -α ανίερος, ασεβής, αποτρόπαιος: Η βεβήλωση ενός ιερού είναι πράξη ανόσια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνόσιος — unholy masc nom sg ἀνόσιος unholy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανόσιος — ια, ιο (AM ἀνόσιος, ον κ. ιος, ία, ιον) ανίερος, μιαρός, αποτρόπαιος αρχ. 1. (για πρόσωπα) βέβηλος, ασεβής, παραβάτης των θείων νόμων 2. (για νεκρούς) εκείνος στον οποίο δεν προσφέρθηκαν οι τιμές της ταφής … Dictionary of Greek
ἀνοσιώτερον — ἀνόσιος unholy adverbial comp ἀνόσιος unholy masc acc comp sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc comp sg ἀνόσιος unholy masc acc comp sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc comp sg ἀνόσιος unholy adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιωτάτων — ἀνόσιος unholy fem gen superl pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen superl pl ἀνόσιος unholy fem gen superl pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιωτέραις — ἀνόσιος unholy fem dat comp pl ἀνοσιωτέρᾱͅς , ἀνόσιος unholy fem dat comp pl (attic) ἀνόσιος unholy fem dat comp pl ἀνοσιωτέρᾱͅς , ἀνόσιος unholy fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιωτέρων — ἀνόσιος unholy fem gen comp pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen comp pl ἀνόσιος unholy fem gen comp pl ἀνόσιος unholy masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιώτατα — ἀνόσιος unholy adverbial superl ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl pl ἀνόσιος unholy adverbial superl ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσιώτατον — ἀνόσιος unholy masc acc superl sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl sg ἀνόσιος unholy masc acc superl sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίως — ἀνόσιος unholy adverbial ἀνόσιος unholy masc acc pl (doric) ἀνόσιος unholy adverbial ἀνόσιος unholy masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόσιον — ἀνόσιος unholy masc acc sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc sg ἀνόσιος unholy masc/fem acc sg ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)